- τηλέσεισμος
- ο, Νγεωλ. σεισμός σε απόσταση μεγαλύτερη από 1.000 χιλιόμετρα από το όργανο που τόν καταγράφει.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. teleseism < τηλ(ε)-* + σεισμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
τηλεσεισμικός — ή, ό, Ν [τηλέσεισμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τηλέσεισμο («τηλεσεισμικές καταγραφές») … Dictionary of Greek